- μιμοῦ
- μῑμοῦ , μιμέομαιimitatepres imperat mp 2nd sg (attic)μῑμοῦ , μιμέομαιimitateimperf ind mp 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίμου — μί̱μου , μῖμος imitator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подражатисѧ — ПОДРАЖА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Подражать, следовать комул.: а ты хотѧ добра ча˫ати подражаисѧ не требѹющемѹ ничтоже и ѹмножи просѧщимъ мл(с)ти безъ испытань˫а. (μιμοῦ) Пч н. XV (1), 32 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… … Dictionary of Greek
θυννοθήρας — θυννοθήρας, ὁ (Α) (ως τίτλος ενός μίμου τού Σώφρονος) αυτός που ψαρεύει τόν(ν)ους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + θηρας (< θήρα), πρβλ. θεσι θήρας, ορνιθο θήρας] … Dictionary of Greek
μιμολόγημα — μιμολόγημα, τὸ (Α) [μιμολογούμαι] φλυαρία μίμου … Dictionary of Greek
μοσχολόγος — μοσχολόγος, ὁ (Α) είδος υποκριτή ή μίμου, σαν τον σημερινό κονφερανσιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + λόγος*] … Dictionary of Greek
φιλιάζω — ΝΑ [φιλία] νεοελλ. 1. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω 2. (μτβ.) συνταιριάζω αρχ. 1. είμαι ή γίνομαι φίλος κάποιου 2. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φιλιάζουσαι τίτλος μίμου τού Ηρώνδα … Dictionary of Greek
αισχρά πρόσωπα — (λατ. personae turpes).Έτσι ονομάζονταν στο βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο τα πρόσωπα με μειωμένη κοινωνική υπόληψη. Για να χαρακτηριστεί κάποιος α.π. (έννοια ελαφρύτερη της ατιμίας) θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί για κάποια αξιόποινη πράξη (κλοπή… … Dictionary of Greek
Μπαρό, Zαν Λουί — (Jean Luis Barrault, Βεζινέ 1910 –). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και θεατρικός σκηνοθέτης. Το 1934, ύστερα από μια περίοδο θητείας κοντά στον Ντιλέν και στον μίμο Ντεκρού, ο Μ. έγινε γνωστός με μια τολμηρή θεατρική διασκευή … Dictionary of Greek
Τατί, Ζακ — (Jacques Tati, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του J. Tatischef, 1908 – 1982). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ηθοποιός του βαριετέ. Αθλητικός τύπος, γνώρισε τις πρώτες του επιτυχίες με κεφάτες παρωδίες των σπορ, που τις παρουσίαζε… … Dictionary of Greek